-
1 μῆτις
μῆτις, ιος, att. ιδος, ἡ, dat. ep. μήτῑ, acc. μῆτιν, Klugheit, Einsicht, Verstand; Διῒ μῆτιν ἀτάλαντον, an Klugheit, Il. 2, 169, öfter; μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν, 23, 315; Od. 23, 125; μῆτιν ἀλώπηξ, Pind. I. 3, 65. – Bes. kluger Rath, Rathschluß, Anschlag; φραζώμεϑα μῆτιν ἀρίστην, Il. 17, 634; εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο, 10, 19; ὑφαίνειν, 7, 324 u. öfter; neben νόος, 15, 509; ἥν τινα μῆτιν ἐνὶ στήϑεσσι κέκευϑεν, Od. 3, 18; ὀρϑόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις, Pind. P. 4, 262; σοφῶν μητίεσσι, Ol. 1, 9; γυναικοβούλους τε μήτιδας φρενῶν, Aesch. Ch. 617; Suppl. 949; τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων, welchen Entschluß fassend, hegend, Soph. Ant. 159; einzeln bei sp. D.
-
2 τεκταίνομαι
τεκταίνομαι, dep. med., eigtl. als Zimmermann arbeiten; gew. trans., aus Holz oder andern Stoffen zimmern, bauen, verfertigen; νῆάς τινι, Il. 5, 62; χέλυν, H. h. Merc. 25; ναῦς, Ar. Lys. 674; ἄγαλμα, Plat. Phaedr. 232 d; μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσϑω, Legg. VIII, 846 e; καὶ πλάττειν, X, 889 a. – Uebertr., bes. Etwas listig anstellen, Ränke schmieden, listige Anschläge machen; μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο, Il. 10, 19; ἐτεκτήνατο παιᾶνα, Ath. XV c. 52 (646 d); Soph. frg. 746; σιγῇ ἐτεκτήναντ' ἀποφϑεγκτόν με, Eur. I. T. 951; τὸν τῆς ξυνουσίας ἔρωτα ἐτεκτήναντο ϑεοί, Plat. Tim. 91 a; στάσιν, Plut. Sull. 7. – Später auch act., Ap. Rh. 2, 379. 3, 592 u. in späterer Prosa, obwohl sich das pass. schon früher findet, wie Dem. 34, 48 den τοῖς ἐξ ἀρχῆς ῥηϑεῖσι gegenüberstellt τοῖς ὕστερον τεκταινομένοις.
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek